υποτρέω — και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ. β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»] … Dictionary of Greek
ὑποτρέσαι — ὑποτρέω shrink back aor inf act ὑποτρέσαῑ , ὑποτρέω shrink back aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσω — ὑποτρέω shrink back aor subj act 1st sg ὑποτρέω shrink back aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσῃ — ὑποτρέω shrink back aor subj mid 2nd sg ὑποτρέω shrink back aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσαντες — ὑποτρέω shrink back aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσει — ὑποτρέω shrink back aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσσαντος — ὑποτρέω shrink back aor part act masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσσωσι — ὑποτρέω shrink back aor subj act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτρέσῃς — ὑποτρέω shrink back aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέτρεσαν — ὑποτρέω shrink back aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέτρεσας — ὑποτρέω shrink back aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)